μαλακό έλκος

μαλακό έλκος
Λοιμώδες, σεξουαλικά μεταδιδόμενο (αφροδίσιο) νόσημα που εκδηλώνεται στα εξωτερικά γεννητικά όργανα με την εμφάνιση πυώδους ελκωτικής βλάβης με ανώμαλα χείλη και σκούρο πυθμένα. Οφείλεται σε κοκκοβακτηρίδιο, τον αιμόφιλο του Ντικρέ, και εμφανίζεται 3-4 ημέρες μετά τη μόλυνση. Η διαφορική διάγνωση πρέπει να συμπεριλαμβάνει το συφιλιδικό έλκος. Οι επιχώριοι λεμφαδένες κατά την ψηλάφηση είναι διογκωμένοι και επώδυνοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • αφροδίσιος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Τιμάται στις 24 Δεκεμβρίου. Δεν υπάρχουν βιογραφικά στοιχεία του. 2. Μαρτύρησε σε άγνωστο χρόνο στην Παλαιστίνη. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. 3. Καταγόταν από την Κιλικία. Θανατώθηκε με ξίφος. Η… …   Dictionary of Greek

  • αφροδίσια νοσήματα — Έτσι ονομάζονται κυρίως οι τρεις μολυσματικές ασθένειες σύφιλη, βλεννόρροια και μαλακό έλκος που προσβάλλουν συνήθως το ουρογεννητικό σύστημα και μεταδίδονται με τη συνουσία. Στα α.ν. κατατάσσονται ακόμη και τα κονδυλώματα, ο έρπις των γεννητικών …   Dictionary of Greek

  • κονδυλώματα — Μορφή καλοήθους όγκου των επιθηλίων. Έχουν σχήμα στρογγυλής περιγεγραμμένης προεξοχής και μεταδίδονται κυρίως μέσω σεξουαλικής επαφής. Προκαλούνται από τον ιό των κ. (HPV) και εμφανίζονται συνήθως στα γεννητικά όργανα, στην περιοχή γύρω από αυτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”